κυρτώματος

κυρτώματος
κύρτωμα
bulge
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βερέμι — (I) το η φυματίωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. verem]. (II) το ναυτ. κοινή ονομασία α) του κυρτώματος των ζυγών, β) της παρεντομής του ιστίου …   Dictionary of Greek

  • ζυγωματικός ή υποκροτάφιος βόθρος — Πυραμιδοειδής κοιλότητα στο πλάγιο τμήμα του προσώπου, μεταξύ του κυρτώματος της άνω γνάθου και της πτερυγοειδούς απόφυσης του σφηνοειδούς οστού. Επικοινωνεί προς τα πάνω με τον κροταφικό βόθρο και προς τα κάτω με τον πτερυγοϋπερώιο βόθρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”